σεκλετίζω

σεκλετίζω
σεκλετίζω και σεκλεντίζω σεκλετίστηκα, στενοχωρώ ή λυπώ κάποιον: Τα λόγια σου με σεκλετίζουν. – Μη σεκλετίζεσαι, κι όλα θα πάνε καλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεκλετίζω — και σεκλεντίζω και σικλετίζω Ν 1. στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. παθ. σεκλετίζομαι και σεκλεντίζομαι και σικλετίζομαι θλίβομαι, βασανίζομαι, ιδίως από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sikildim, αόρ. τού sikilmak] …   Dictionary of Greek

  • σεκλέτισμα — το, Ν [σεκλετίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σεκλετίζω, το σεκλέτι …   Dictionary of Greek

  • σεκλεντίζω — Ν βλ. σεκλετίζω …   Dictionary of Greek

  • σικλετίζω — Ν βλ. σεκλετίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”